περιέλθω

περιέλθω
περϊέλθω , περιέρχομαι
go round
aor subj act 1st sg
περϊέλθω , περιέρχομαι
go round
aor subj act 1st sg
περϊέλθω , περιέρχομαι
go round
aor ind mid 2nd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • φορμορραφώ — έω, Α (κυρίως παθ.) φορμορραφοῡμαι, έομαι (λ. που χρησιμοποιήθηκε με μτφ. σημ. από τον Δημοσθ. αλλά αποδοκιμάστηκε από τον Αισχίν.) περιπλέκομαι με αδέξιο τρόπο, με αποτέλεσμα να περιέλθω σε εξαιρετικά δύσκολη θέση. [ΕΤΥΜΟΛ. < φορμός «πλεκτό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”